τύχη

τύχη
Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη.
* * *
η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τύχα, και βοιωτ. τ. τούχα και τιούχα, Α
1. σύμπτωση απρόβλεπτων, απροσδόκητων γεγονότων ή συμβάντων, συγκυρία, συντυχία
2. (ειδικότερα) σύμπτωση καλών ή κακών συμβάντων, καλοτυχία ή κακοτυχία
3. (γενικά) η ειμαρμένη, η μοίρα, το ριζικό (α. «ήταν τής τύχης του να τού συμβούν όλα αυτά» β. «τίς τύχη ἐχθίων τῆσδε;», Αισχύλ.)
4. ως κύριο όν. μυθ. βλ. Τύχη
5. φρ. «κατά τύχη» ή «εκ τύχης» — κατά σύμπτωση, τυχαία, απροσδόκητα
6. (αρχ. γνωμικό) «μηδενί συμφοράν ονειδίσεις
κοινή γὰρ η τύχη και το μέλλον αόρατον» — μην κακολογείς, μην περιπαίζεις τη συμφορά κάποιου, γιατί η τύχη ισχύει για όλους και το μέλλον είναι απρόβλεπτο, αβέβαιο για όλους, άρα μπορεί να πλήξει και σένα
νεοελλ.
φρ. α) «στην τύχη» — χωρίς προμελέτη ή επιλογή, τυχαία, στα κουτουρού
β) «καλή τύχη!» (ως ευχή) καλή επιτυχία
γ) «με μια καλή τύχη!» — λέγεται, συνήθως, σε ανύπαντρη γυναίκα ως ευχή για έναν καλό γάμο
δ) «τόν άφησε στην τύχη του» — τόν άφησε αβοήθητο, τόν εγκατέλειψε
ε) «χαρά στην τύχη του!» — δηλώνει ότι κάποιος είναι πολύ τυχερός, ότι έχει καλό ριζικό
στ) «τής τύχης τα γραμμένα» — η μοίρα, το ριζικό
2. παροιμ. φρ. α) «η τύχη και το γυαλί δεν βαστούν πολύν καιρό» — δηλώνει ότι οι καλές ευκαιρίες παρέρχονται γρήγορα
β) «όταν η τύχη δεν βοηθά, η γνώση δεν αξίζει» — δηλώνει ότι δεν αρκεί να είναι κανείς μυαλωμένος για να προοδεύσει, αλλά πρέπει να είναι και τυχερός
γ) «αν δεν έρθει μοναχή της, μην τήν καρτερείς την τύχη» — δηλώνει ότι δεν μπορεί κανείς να εκβιάζει την τύχη
3. παροιμ. α) «αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει» — δηλώνει ότι ο τυχερός άνθρωπος επιτυγχάνει πάντοτε στη ζωή του, οποιαδήποτε πορεία κι αν ακολουθήσει
β) «τύχη νά 'χουν τα προικιά κι ας είν' κι από κροκύδια» — δηλώνει ότι τον καλό γαμπρό και τον καλό γάμο δεν τόν φέρνει η μεγάλη προίκα αλλά η καλή τύχη τής νύφης
γ) «όπου 'χει τύχη γεννά κι ο πετεινός του» — η τύχη δίνει πολλές φορές και ανέλπιστα κέρδη
αρχ.
1. καθετί, ιδίως καλό, που συμβαίνει σε κάποιον και που οφείλεται σε εύνοια τών θεών («Ζεῡ τέλει', αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῑαν», Πίνδ.)
2. κατάσταση, περίσταση («ἐγὼ δὲ τὴν παρούσαν ἀντλήσω τύχην», Αισχύλ.)
3. αβέβαια έκβαση, αβέβαιο αποτέλεσμα («ταρβεῑν μὲν ἔργα δείν' ἀναγκαίως ἔχει, τὴν δ' ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τύχης κρίνειν πάρος», Σοφ.)
4. αστρολ. η σελήνη
5. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός επτά
6. (στη δοτ.) τύχῃ
(με καλή ή κακή σημ.) κατά σύμπτωση
7. φρ. α) «ἀγαθῇ τύχῃ»
i) με το καλό (Αριστοτ.)
ii) (στην αρχή συνθηκών ή άλλων δημόσιων εγγράφων ως τυπική φρ.) στο όνομα τού Θεού (Θουκ.)
β) «ἀναγκαία τύχη» — η ανάγκη (Σοφ.)
γ) «δούλειος τύχη» — η δουλεία (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυχ- τού ρ. τυ-γ-χάνω*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τύχη — act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχη — act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τύχῃ — Τύχη act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχῃ — τύχη act fem dat sg (attic epic ionic) τυγχάνω happen to be at aor subj mp 2nd sg τυγχάνω happen to be at aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχη — η 1. σύμπτωση απρόοπτων γεγονότων: Πήρα αυτό το δρόμο στην τύχη. 2. καλοτυχία, ευτυχία: Είχα την τύχη ν αγοράσω αυτό το οικόπεδο. 3. κακοτυχία, ατυχία, δυστυχία: Είχε την τύχη να χάσει τα χρήματα και να χάσει και τη δουλειά του. 4. η μοίρα, το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τύχη — Αρχαία ελληνική θεά, μια από τις κόρες του Ωκεανού από την Τηθύ, κόρη του Δία, μητέρα των Ωρών και μία από τις Μοίρες. Είναι θεότητα που προστάτευε άτομα και πόλεις. Από το όνομά της προέρχεται η νεότερη λέξη τύχη. * * * η, ΝΜΑ μυθ. θεά… …   Dictionary of Greek

  • Γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. — γνώμη γὰρ οὐδέν ἐστιν, ἡ τύχη δὲ πᾶν. См. Не родись красив, а родись счастлив …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. — πάντα ταῦτα γὰρ τύχη δίδωσι καὶ παραιρεῖται πάλιν. См. Счастью не вовсе верь! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. — τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη. См. Слепое счастие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀγαθῇ τύχῃ. — См. В добрый час молвить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”